Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η μπαλαλάικα

См. также в других словарях:

  • μπαλαλάικα — Χαρακτηριστικό έγχορδο όργανο, αρκετά διαδεδομένο στις ανατολικές χώρες, που παίζεται –όπως το μαντολίνο– με πένα. Ο αριθμός των χορδών κυμαίνεται μεταξύ 2 και 7, ενώ αντίθετα αμετάβλητη παραμένει η τυπική τριγωνική μορφή του ηχείου. Στη λαβή της …   Dictionary of Greek

  • μπαλαλάικα — η έγχορδο παραδοσιακό μουσικό όργανο των Ρώσων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ντόμπρος — α, ο 1. ειλικρινής, απροσποίητος, ανυπόκριτος 2. σαφής, ευθύς, χωρίς διφορούμενα, κατηγορηματικός 3. το θηλ. ως ουσ. η ντόμπρα παλιό μουσικό όργανο στη Ρωσία από το οποίο προήλθε η μπαλαλάικα. επίρρ... ντόμπρα με ειλικρίνεια, με θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Μπαλαίικα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (51 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανδριτσαίνης. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 33 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Αθανασίου. Η μπαλαλάικα, έγχορδο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»